- τρύζω
- ΝΜΑ, και σπάν. τ. στρύζω Αεκβάλλω σιγανό και γογγυστικό ήχο, όπως το τρυγόνι, το χελιδόνι και άλλα πουλιάνεοελλ.(για τζιτζίκια) εκβάλλω οξύ ήχο, τερετίζωαρχ.1. (για υγρά) βγαίνω από την κοιλιά με τρυγμό («τὸ οῡρον τρύζει», Ιπποκρ.)2. (για υποδήματα) τρίζω3. μτφ. (για πρόσ.) μουρμουρίζω, γκρινιάζω προκειμένου να εκδηλώσω την απροθυμία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε ονοματοποιία (πρβλ. γρύζω, ἰύζω, τρίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.